προποδηγος

προποδηγος
    προποδηγός
    προ-ποδηγός
    I
    дор. προποδᾱγός 2
    служащий проводником
    

(σχήπων Anth.)

    II
    ὅ проводник
    

(τοῦ βίου Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "προποδηγος" в других словарях:

  • προποδηγός — και δωρ. τ. προποδαγός, όν, και ανώμ. τ. θηλ. προποδηγέτις, ιδος, Α αυτός που προπορεύεται και δείχνει τον δρόμο στους άλλους, οδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ποδηγός* «οδηγός»] …   Dictionary of Greek

  • προποδηγόν — προποδηγός going before to show the way masc/fem acc sg προποδηγός going before to show the way neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»